υποτονία

υποτονία
η
1. ελάττωση της τονικότητας (της δύναμης, της έντασης) των μυώνων.
2. μαλάκυνση του οφθαλμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποτονία — η, Ν 1. βιολ. η κατάσταση τού υποτονικού διαλύματος 2. ιατρ. ελάττωση τού μυϊκού τόνου, που παρατηρείται κυρίως στις χαλαρές παραλύσεις που ακολουθούν έπειτα από βλάβη τού περιφερειακού κινητικού νευρώνα και στην αρχική φάση τών παραλύσεων από… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υποτονικός — ή, ό, Ν 1. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί υποτονία («υποτονικές παρενέργειες») β) αυτός που πάσχει από υποτονία 2. μτφ. αυτός που δεν έχει ένταση, που δεν δείχνει ή δεν παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον (α. «υποτονική θεατρική παράσταση» β. «υποτονικές… …   Dictionary of Greek

  • υποτονικός — ή, ό 1. αυτός που εμφανίζει ή προκαλεί υποτονία (βλ. λ.). 2. αυτός που πάσχει από υποτονία (βλ. λ.): Υποτονικός οφθαλμός. 3. μτφ., εξασθενημένος, χωρίς δύναμη, άτονος, χαλαρός: Υποτονική διδασκαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού …   Dictionary of Greek

  • πολυοστεοχονδρίτιδα — η, Ν ιατρ. κληρονομική γονοτυπική νόσος, μεταβιβαζόμενη κατά τον επικρατή χαρακτήρα, η οποία εκδηλώνεται σε παιδιά 3 4 ετών, κυρίως αγόρια, προσβάλλει τους χόνδρους τών άκρων και συνοδεύεται από μυϊκή υποτονία και υπέρμετρη χαλάρωση τών συνδέσμων …   Dictionary of Greek

  • μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”